- τραμπουκέτο
- το, Νθεατρ. κινητό σκηνικό μηχάνημα με το οποίο διευκολύνεται η παρουσίαση και η εξαφάνιση από τη σκηνή προσώπων ή πραγμάτων τού σκηνικού διακόσμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trabochetto].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.